- Ούννοι
- Νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, που στο β’ μισό του 4ου αι. μ.Χ. εγκατέλειψε τις στέπες του σημερινού Τουρκεστάν, εισέβαλε στη νότια Ρωσία, υποτάσσοντας ένα μέρος από τους εκεί εγκατεστημένους Γότθους, τους Οστρογότθους, ενώ παράλληλα προκάλεσε τη μετακίνηση των Βησιγότθων προς τα Δ, που έντρομοι ζήτησαν από το Βυζάντιο να περάσουν τον Δούναβη και να εγκατασταθούν στο βυζαντινό έδαφος. Η εισβολή των Ο. στον ευρωπαϊκό χώρο, με τις μετακινήσεις των λαών που προκάλεσε, επιτάχυνε τη μεγάλη μετανάστευση των βαρβαρικών λαών στην Ευρώπη, που τελικά αλλοίωσε τον εθνολογικό της χαρακτήρα. Στρατιωτικά οργανωμένοι και άριστοι ιππείς, οι Ο. ήταν ο πιο φοβερός και πιο πρωτόγονος από όλους τους βαρβάρους, που με την καταστρεπτική τους ορμή εισέβαλαν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Επί της βασιλείας του Θεοδόσιου B’, το Βυζάντιο δοκιμάστηκε από την ουννική μάστιγα: με αρχηγό τον Αττίλα και ορμητήριο την Πανονία (σημερινή Ουγγαρία), οι Ο. πραγματοποίησαν αλλεπάλληλες επιδρομές που κατέληξαν σε όλο και πιο ταπεινωτικές συμφωνίες για το Βυζάντιο. Το 447-48 επιχείρησαν τη φοβερότερη επίθεσή τους στη Βαλκανική, με αποτέλεσμα την καταστροφή 70 πόλεων. Μετά την τρομακτική λεηλασία και ερήμωση των βαλκανικών επαρχιών του Βυζαντίου, ο Αττίλας αποφάσισε να στραφεί προς τη Δύση. Η εισβολή των Ο. στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας κατέληξε στη σύγκρουση των τελευταίων με τα ρωμαϊκά στρατεύματα στη Γαλλία. Στα Καταλαυνικά πεδία, κοντά στη σημερινή Τρουά, ο ρωμαϊκός στρατός, ενισχυμένος από πολλούς Γερμανούς, με αρχηγό τον στρατηγό Αέτιο, νίκησε τα ουννικά στίφη το 451. Ο πάπας Λέων ο Μέγας απέτρεπε με δώρα τη λεηλασία της Ρώμης, όταν ο Αττίλας, μετά την ήττα του στην Γαλλία, στράφηκε εναντίον της Ιταλίας. Λίγο αργότερα ο Αττίλας πέθανε (453) και το ουννικό κράτος διαλύθηκε.
* * *οι (Μ Οὖννοι)ονομασία ασιατικών ορδών οι οποίες, από τα τέλη τού 4ου μ.Χ., διενήργησαν εκτεταμένες επιδρομές στην Ευρώπη και στην Ασία, επεκτείνοντας την κυριαρχία τους σε απέραντα εδάφη και σπέρνοντας την καταστροφή και τον πανικόνεοελλ.(στον εν. ως προσηγορικό) ο ούννοςμτφ. βάρβαρος, βάνδαλος, άγριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. Οὖννος, όνομα ασιατικού λαού].
Dictionary of Greek. 2013.